πτύρω

πτύρω
πτύ̱ρω , πτύρομαι
to be scared
aor ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτύρω — Α 1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ. β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ. γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • πτύρομαι — Α βλ. πτύρω …   Dictionary of Greek

  • πτύρτης — ὁ, Μ [πτύρω] αυτός που εκφοβίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”